- συνοδιάρχης
- ὁ, Αεπικεφαλής συνοδίας, αρχηγός καραβανιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοδία + -άρχης*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοδιαρχία — ἡ, Α [συνοδιάρχης] το να είναι κανείς συνοδιάρχης* … Dictionary of Greek
συνοδιαρχικός — ή, όν, Α [συνοδιάρχης] 1. αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύνοδο, σε συνέλευση … Dictionary of Greek